Πέμπτη 21 Ιουλίου 2011

"Δε θέλω να γλιτώσω από τα όμορφα"

οταν πεφτει ο ηλιος,η καρδια μου ξαλαφρωνει.
Αυτο το καλοκαιρι ειναι παραξενο
κι εγω προσπαθω να δω οσα πιο πολλα ηλιοβασιλεματα προλαβω
Αιτιες δεν υπαρχουν,και για να μεινω ελευθερη,δεν τις ψαχνω.
Ετσι,μετεωρη,στα σκοταδια,πιο ισσοροπημενη απο ποτε, ραβω κι ανοιγω τις κουρτινες μονη μου.
Οι προσπαθειες μου,καποιες φορες θεαματικες και πομπωδεις,εχουν στοχο τις βαριες κουβεντες που πρεπει καπως να ειπωθουν.
Με την ελευθερια μου,καθε πρωι,δεχομαι το ξημερωμα σαν εργαλειο.
Να μαζεψω τους αλλους που πεφτουν,να βγαλω φωνη απο το κεντρο του σωματος μου
και στην γωνιτσα της πτωσης των αλλων,να κανω λιγο χωρο για τον εαυτο μου,να μαζευτω.
Ο αναιπαισθητος καλοκαιρινος αερας,μαζι με τη ζεστη,παιρνει απο πανω μου τον δισταγμο,την περισσεια , και καθεφτιζει απαλα στα νερα τον γυμνο μου εαυτο .
Οσο περναει ο καιρος,ξιλωνω οτι θυμαμαι απ'τ παλια,και ραβω ενα ζωτικο σκοταδι,μια ανεγγιχτη επιφανεια,ετοιμη να γραφει με νεους κανονες
Ο κοσμος απλωνεται οσο περισσοτερο μιλαει κανεις γ'αυτον,οι ιστοριες που διηγουμαστε ο ενας στον αλλον,προβαλλονται με λεπτομερειες στα καφε,σταματαμε να ξεροβηχουμε,κι αρχιζουμε να ερωτευομαστε,μετα απο καιρο.
Ολο δε θελουμε να φυγουμε,αλλα ο δρομος φταιει,που ειναι ενοχλητικος,παραφορος,κι ανθεκτικος σαν Αυγουστος στην πολη.
Εχουμε διαβασει τοσα αποσπασματα,και τα ραφια στο σπιτι μας ειναι γεματα ανθολογιες,
σπαστα κομματια ενδοξων εποχων,χωρις παρελθον και μελλον,σαν χειροβομβιδες.
Αν καποιο βραδυ,τυχει να βρεθουμε μονοι κατω απ τον ουρανο,θα ψαξουμε για πεφταστερια και one night stand ευχες,και με τ'ακροδαχτυλα θα κανουμε πως αγγιζουμε απο μακρια τα παραθυρα των απενταντι σπιτιων.
Αυτο το καλοκαιρι,δε μπορω να το συγκρατησω,γιατι δεν ειναι σαν τ'αλλα.
Ακομη και το παγωτο εχει αλλη γευση,λιωνει διαφορετικα
Οτι αρχιζω,με παει εκεινο καπου αλλου,μακρια απο την αρχικη του διασταση,κι οτι τελειωνω-πραγμα σπανιο-μπαζει απο χιλιες μεριες.
Με παρεα,εχω κοιταξει καθε μερος γι αδικαιολογητους χωρισμους και χαμογελα τυπου prozak, και μονη μου εχω θυμηθει κι εχω ξεχασει και ξαναθυμηθει,να αλλαζω δερμα καθε που αρχιζει να σηκωνει κυμα.
Μια μοναξια,τελειως δικη μου και ανιδιοτελη,αυταρκης λοιπον,αυταρκης με μικρα κ απαραιτητα χαστουκακια απ' τους αλλους ανθρωπους.
Οι αυτοκρατοριες εχουν γινει θεορατες και παναχρηστες,δεν γινεται να μην ερωτευτεις ,σε εναν Ιουλιο σαν κι αυτον.
Η ποιηση,σαν φυσικη καταστροφη,γινεται ομπρελα κατω απο τις βροχες που ρεουν στις φλεβες μας,και μας ξεπλενει,στεγνα.
Να μην εχω αναγκη κανεναν.
Το λεω απο μεσα μου,καποιες φορες το ψιθυριζω,συγκινημενη απο την ορμη,και τον τροπο που σαλευει η ψυχη μου κατω απ' το τοσο φως..
Οταν φυγουν ολα αυτα τα σκοταδια,πειτε μου,τι θα σας μεινει?
Εγω αν το βραδυ ξυπνησω μεσα στον υπνο μου,η ησυχια,θα με δυναμωνει,οσο ξενα κι αν ειναι τα πραγματα,θα γυρναω πλευρο,θα σκεπαζομαι λιγο καλυτερα,μεχρι να με παρει ο υπνος,με το φως απ'τα τοσα καλοκαιρινα ηλιοβασιλεματα και τη ζεστασια των ανθρωπων που δε γνωρισα,αλλα αγαπησα,να μου κρατανε συντροφια.

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

"...κάποιο μινόρε της αυγής ..."

εφτασε ο καιρος να σταματησουμε να μιλαμε τοσο.
"οτι,τι?"
"οτι φυσαει πολυ"
πολλες χορταστικες ανατολες,κι εμεις κοιταμε τα τσιγαρα μας
τοσες αγρυπνιες-μα επρεπε να προσεχουμε
πως θα μπει ο πρωινος ηλιος,απο ποιες σχισμες
σε ποια στιγμη πρεπει να αδειασουμε το τασακι
σε ποια αλλη να αναταποδωσουμε τις χειρονομιες της θαλασσας
τ'αστερια εγιναν αφιλοξενα εκεινο το βραδυ,
τα πεφταστερια,μου κατατρυπησαν τα ματια.
εδω φυσσαει,και δε φτανουν τα ρουχα μου να ζεσταθω.
μου ειπαν πως καποιος επαιξε την τυχη μου στα ζαρια,
κι ηταν πολυ αργα,ειχε περασει η ωρα,δεν βρηκα απο ποιον να τη ζητησω.

με εφερες γρηγορα μεχρι εδω..
μα ειναι τοσο ομορφη αυτη η νυχτα
φωτεισμενη,φρεσκοπλυμμενη
να δεις που δε θα ξαναχρειαστουμε τιποτα
μονο μια λιμνουλα θαλασσα
κι αυτο το ολοστρογγυλο φεγγαρι να χτυπαει στα νερα της

δε βρισκω το χερι σου,σκοτεινιασε,ξεχασαμε
δεν θα σαι ποτε φιλος,θα εισαι ποιηματακι,μικρο και προσεχτικα θαμενο στο τετραδιο μου
την ωρα που σηκωνεται ο ηλιος,δεν υπαρχουν νικητες και ηττημενοι
ερχομαστε κοντα,μονο για να ξαναφυγουμε-ετσι,προσχεδιασμενα
παυει ο ανθρωπος να υπαρχει
οταν κοιταζει συνεχεια, μονος, τοσους ηλιους να αναδυονται απ'τα νερα

φυσαει,κι η αμμος εχει τρυπωσει στις πιο απανεμες γωνιες μου
και βιαζομαι πολυ σημερα,να κανω στην ακρη αυτα που νομιζα ξεχασμενα
να τα σκεπασω βραχια και να αφησω πισω μια παλια ξεκουρδιστη κιθαρα

ποτε δεν ζησαμε στον τοπο που επρεπε
γραψαμε τοσους επιλογους,χωρις να ξερουμε πως ν'αρχισουμε
με τοσο αδικαιολογητο φοβο κι αραδιασμενες πολλες και κακομεταφρασμενες συλλογες ποιηματων στο τραπεζι
δε ξερεις τι απ'τα δυο πειθει περισσοτερο
να σαι φανταχτερα δειλος,ή ο,τι χαθηκε στο ποιημα?

κοιταχτηκαμε για λιγο,υστερα απο αμηχανια,ο ενας εστρεψε το βλεμμα δηθεν αδιαφορα στα καγκελα του μπαλκονιου
το 'ξερα ομως,πανω στα χειλια σου ειχε χαραξει ενας σαμανος τις προσευχες του
κι αυτη η γη του τοπου μας,δε θας σ'αφησει να μη λυγισεις,
να μην ανασταναξεις πανω απ'τα φυκια και τα ελατα

τι να μου κανει το ελαφρυ σου περπατημα καλε μου;
στην αρχη,ισως και να ταν αρκετο
οταν κανεις δεν θα στεκοταν ν'ακουσει τον δικο μου βηματισμο,
τις στιγμες που ακολουθουσα με τα ακροδαχτυλα μου το περιγραμμα του σωματος μου
πριν κατεβουν ολα τ'αστερια να μου δειξουν το δικο σου,
θαλασσοστολισμενο,
με την γυαλαδα των κυμματων στο ασπραδι των ματιων σου
θα ξεχαστουν ολα,γιατι ποτε δεν υπηρξαν
δειξε μου,κατω απο ποιες πορτοκαλιες,να σε παρηγορησω?
με ντεφια και μαρακες,θα κλεισω τις ανοιγμενες σου πληγες,και με μεγαλα πλατανοφυλλα θα φερω τους αερηδες μεχρι να αποκοιμηθεις
μετα θα χω χρονο,να διαλεξω το σωστοτερο μονοπατι
να κοιμηθω σε φωλιες αετων
ωσπου να ρθει το ξημερωμα,με τα βαρια του τρεμαμενα μινορε
με τ'αδειασμενα μας μπουκαλια πεταμενα σε μιαν ακρη
πες μου,μπορει ν'αποφυγεις τ'αναποφευκτο?
μικρο μου γιασεμι...