Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2009

Περπατούσε ασταμάτητα απ’ το πρωί. Η ανάσα του δεν έβγαινε πια καθαρή και ένιωθε το στομάχι του να δένετε όλο και περισσότερο. Σταμάτησε σ΄ ένα δρομάκι κάπου στο κέντρο της Αθήνας και σωριάστηκε αμέσως κάτω, μ’ όλη τη κούραση του ολοήμερου περπατήματος να του βαραίνει τα πόδια. Τα θυμότανε όλα. Πεντακάθαρα. Τον τρόπο που άνοιξε τη πόρτα, πως την βρήκε να κλαίει, τα μαλλιά της που μπλέχτηκαν με τα σκεπάσματα… Φοβόταν έλεγε… Η σελίδα γινόταν πράσινη και μετά είχε χάσει… Αυτό προσπαθούσε να του πει και δεν είχε λόγια !
Στο μυαλό του μέσα ήτανε ακόμα καρφωμένο εκείνο το ύφος της, σαν ταραγμένο ζώο έμοιαζε και τα μάτια της έπαιρναν να σκουραίνουν απ΄ την τρέλα. Την είχε πάρει αγκαλιά, ολόκληρη, πιάνοντάς την απ’ τα γόνατα και απ’ το κεφάλι – ναι, ναι τα πάντα θυμότανε….. Τα δάκρυα της είχανε μια γεύση σκουριάς αλμυρής, τα ένιωθε, τα ζούσε, είχανε γίνει δικά του πολύ. Την κρατούσε απαλά, μην του σπάσει, εκείνα τα γυάλινα χεράκια, τα μικροσκοπικά κόκαλα – σαν μωρού - , το στόμα της άρχισε να του ψιθυρίζει στ’ αυτί του τον λυγμό της.
Ο χρόνος τότε σταμάτησε, δεν είχε χώρο εκεί, γινόντουσαν ένα, είχαν ενωθεί τόσο πολύ που φοβήθηκε να την αγγίξει, το φιλί της το φοβήθηκε μήπως και έπεφτε και γινόταν σταγόνες – πώς να την μαζέψει μετά?
Τα ‘χε αγαπήσει αυτά τα μαλλιά, μαύρα και μακριά, τόσο πολύ τα ‘χε αγαπήσει, κι εκείνη τα κρατούσε στα χέρια της , με το λάθος να γυαλίζει στα μάτια της.
Θα την κρατούσε για πάντα. Όταν η ανάσα της θα τέλειωνε , θα της έδινε την δική του, δεν θα κουνιότανε ποτέ απ εκείνη την θέση- μα δεν έβρισκε καν τη θέληση να το κάνει!
Ήτανε κατασπασμένη. Τον τρόμαζε όσο τίποτα αυτός ο τρόμος που στρίγγλιζε στο πρόσωπο της, εκείνο το λατρεμένο και ήταν ο μόνος που μπορούσε να δει!
Έκλαιγαν και μόνο αυτό μπορούσαν να κάνουν , κανείς δεν τολμούσε να φύγει , μέχρι που το πρωί το ένιωσε… Ξύπνησε πρώτος κι αγγίζοντας τον λαιμό της, απαλά με άγνωστο τρόπο, μην την ξυπνήσει την νεράιδα, το ένιωσε πως δεν ήθελε εκείνη να ξυπνήσει.
Το βράδυ, βλέποντας τον να κοιμάται την έκοψε την ανάσα της, την έπνιξε με τα χέρια της, και γύρισε πίσω, στα χέρια να μην και νιώσει την απώλεια…
Σωριασμένος τώρα, μόνος , πεντάξενος και πόσο πνιγμένος, σ’ ένα άθλιο δρομάκι , να την έχει δει την ομορφιά και να μην ξέρει, δεν το ξέρει, πως θυμάται για πάντα..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου